- βενέτου
- βένετοςbluemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… … Dictionary of Greek
τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια … Dictionary of Greek
Αγγελικοί — Χριστιανική αίρεση του 4ου αι. στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την οποία μνημονεύει ο Επιφάνιος Κύπρου και καταδικάζει ο άγιος Αυγουστίνος στο έργο του Περί αιρετικών (De haeresibus).Οι Α. απέδιδαν θεία λατρεία στους αγγέλους και… … Dictionary of Greek
Αντικύθηρα — Μικρό νησί (17,95 τ. χλμ., 44 κάτ.) μεταξύ των Κυθήρων και της Κρήτης, που λέγεται και Τσιριγότο. Αποτελεί την ομώνυμη κοινότητα, σύμφωνα με το σχέδιο Καποδίστριας. Στην αρχαιότητα το νησί ονομαζόταν Αίγιλα. Το 1204 έγινε κτήμα του Βενετού Βιάρου … Dictionary of Greek
Αντίπαρος — Νησί (38 τ. χλμ., 1.037 κάτ.) των Κυκλάδων στα δυτικά της Πάρου, από την οποία χωρίζεται με το Στενό της Α. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Άγιος Ηλίας (308 μ.). Στο νησί βρίσκεται ο ομώνυμος οικισμός, γνωστός και ως Kάστρο. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
αρχοντικό — Η κατοικία ή το κτήμα του άρχοντα. Σε πολλά χωριά της Κρήτης με το όνομα αυτό εννοείται η συνοικία ή το μέρος του χωριού, όπου υπήρχε άλλοτε το μέγαρο άρχοντα φεουδάρχη, Βυζαντινού, Βενετού ή Κρητικού. Γνωστή είναι η έκφραση φιλοφροσύνης: «Σε… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… … Dictionary of Greek
Καρπάτσιο, Βιτόρε — (Vittore Carpaccio, Βενετία 1456; – 1526;). Ιταλός ζωγράφος. Το πρώτο γνωστό έργο του, που χρονολογείται περίπου το 1485, είναι ο Χριστός της συλλογής Κοντίνι στη Φλωρεντία. Στο έργο αυτό η προοπτική τοποθέτηση των μορφών και η απόδοση των όγκων… … Dictionary of Greek